μαζούσιος

From LSJ
Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source

Greek (Liddell-Scott)

μαζούσιος: -α, -ον, ἔχων σχῆμα μαστοῦ, ἄκρα Λυκόφρ. 534.

Greek Monolingual

μαζούσιος, -ία, -ον (Α)
αυτός που έχει σχήμα μαστού («μαζουσία ακτή», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαζός «μαστός» + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. ομο-ούσιος].