εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
μαζούσιος: -α, -ον, ἔχων σχῆμα μαστοῦ, ἄκρα Λυκόφρ. 534.
μαζούσιος, -ία, -ον (Α)
αυτός που έχει σχήμα μαστού («μαζουσία ακτή», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαζός «μαστός» + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. ομο-ούσιος].