μεγαλοφεγγής
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ές, A gloss on ζαφλεγέες, Id.
German (Pape)
[Seite 108] ές, Erkl. von ζαφλεγέες, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλοφεγγής: -ές, ὁ μεγάλως φέγγων, Ἡσύχ., ἐν λέξ. ζαφλεγέες.
Greek Monolingual
μεγαλοφεγγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φεγγής (< φέγγω), πρβλ. νυκτο-φεγγής].