μαρίδα

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σμαρίδα, η
1. ζωολ. κοινή ονομασία περκόμορφων ιχθύων του γένους maena και ιδίως του είδους Maena smaris, καθώς και άλλων μικρόσωμων ψαριών
2. (κατ' επέκτ.) σμήνος μικρών ψαριών
3. μτφ. πλήθος μικρών παιδιών, παιδολόι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμαρίδα < αρχ. σμαρίς (πρβλ. μία < σμία). Για ετυμολ. βλ. λ. σμαρίς.