μειοδότις

From LSJ
Revision as of 19:18, 19 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=μειοδότης, ο, θηλ. μειοδότις και μειοδότρια<br />αυτός που μειοδοτεί, αυτός που προσ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source

Greek Monolingual

μειοδότης, ο, θηλ. μειοδότις και μειοδότρια
αυτός που μειοδοτεί, αυτός που προσφέρει μικρότερη τιμή σε δημοπρασία, προκειμένου να αναλάβει την εκτέλεση ενός έργου ή την προμήθεια ενός προϊόντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].