οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
μοναχῶς (ΑΜ)
1. κατά έναν μόνο τρόπο
2. με ομοιόμορφο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος, επίρρ. σχηματισμένο με εκφραστικό δασύ σύμφωνο -χ- (πρβλ. μοναχῇ, μοναχοῦ)].