μονοφανής

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

German (Pape)

[Seite 206] ές, allein erscheinend, allein sichtbar, Paul. Sil. ecphr. 423.

Greek (Liddell-Scott)

μονοφᾰνής: -ές, ὁ μόνος ὁρατός, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 423.

Greek Monolingual

μονοφανής, -ές, ιων. μουνοφανής (Α)
ο μόνος φαινόμενος, ο μόνος ορατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φανής< φαίνομαι), πρβλ. δια-φανής].