χρυσοθήρας

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

German (Pape)

[Seite 1380] ὁ, Goldjäger, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων χρυσόν, ζητῶν νὰ εὕρῃ χρυσόν, τοῖς χρυσοθήραις ἄρχουσιν Νικήτ. Χρον. 338Α.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
μτφ. άτομο που επιδιώκει επίμονα να πλουτίσει
νεοελλ.
άνθρωπος που αναζητεί κοιτάσματα χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ελεφαντο-θήρας].