χρονουργός

From LSJ
Revision as of 06:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47b)

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source

Greek (Liddell-Scott)

χρονουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ δημιουργὸς χρόνου, Θεόδ. Πρόδρ.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
ο δημιουργός του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. χαλκ-ουργός].