γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
χρονουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ δημιουργὸς χρόνου, Θεόδ. Πρόδρ.
ὁ, Μο δημιουργός του χρόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. χαλκ-ουργός].