χτικιάρης

From LSJ
Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από φυματίωση
2. αρρωστιάρης, αδύνατος και εξασθενημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χτικιό + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωρ-ιάρης)].