χτυποκάρδι
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
Greek Monolingual
και κτυποκάρδι, το, Ν
καρδιοχτύπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χτύπος / κτύπος + καρδιά, με αντιστροφή τών συνθετικών της λ. καρδιοχτύπι (πρβλ. φυλλομετρώ: μετροφυλλώ)].