χρυσοπάτωρ
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, Nonn.D.47.471.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ΜΑ
(ως προσωνυμία του Διονύσου) χρυσόπατρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. ὁμο-πάτωρ.