ψυχοκρατία
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
η, Ν
1. (φιλοσ.) θεωρία κατά την οποία η ψυχή είναι η αρχή κάθε ζωής
2. σύνολο πρωτόγονων δοξασιών, κατά τις οποίες όλα τα όντα, τα αντικείμενα και τα φαινόμενα της φύσης κατοικούνται από πνεύματα και έχουν ψυχή, καθώς και οι αντίστοιχες λατρευτικές πράξεις, αλλ. ανιμισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -κρατία (πρβλ. ανδρο-κρατία)].