ψυχοκρατία
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Greek Monolingual
η, Ν
1. (φιλοσ.) θεωρία κατά την οποία η ψυχή είναι η αρχή κάθε ζωής
2. σύνολο πρωτόγονων δοξασιών, κατά τις οποίες όλα τα όντα, τα αντικείμενα και τα φαινόμενα της φύσης κατοικούνται από πνεύματα και έχουν ψυχή, καθώς και οι αντίστοιχες λατρευτικές πράξεις, αλλ. ανιμισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -κρατία (πρβλ. ανδροκρατία)].