Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
ψεφαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., ψευφαῖον τὸ σκοτῶδες Ψελλ. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 228.
-αία, -ον, Α
ψεφαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αίος)].