ψευδοφαής
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
ές, A shining with false, i.e. borrowed, light, of the moon, D.L.2.1.
German (Pape)
[Seite 1395] ές, = Folgdm, D. L. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοφαής: -ές, ὁ λάμπων διὰ ψευδοῦς φωτός, Διογ. Λαέρτ. 2. 1· οὕτω· ψευδοφᾰνής, ές, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 564, Ἀναξαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 892Α.
Greek Monolingual
-ές, Α
ψευδοφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -φαής (< φᾶος), πρβλ. ὀξυ-φαής].
Russian (Dvoretsky)
ψευδοφαής: Diog. L. v. l. = ψευδοφανής.