ψυχογένεια
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
η, Ν
(ιατρ.-ψυχολ.) η μελέτη τών ψυχικών αιτίων που μπορούν να ερμηνεύσουν μια συμπεριφορά, ένα σύμπτωμα ή μια νόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psyhogenie].