ωμόμετρο

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

το, Ν
φυσ. όργανο με το οποίο μετρείται γρήγορα και πρακτικά η ηλεκτρική αντίσταση διαφόρων υλικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ohmmeter (< Ohm, όν. Γερμανού φυσικού) + meter (< μέτρο)].