ἑτερόβουλος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481

German (Pape)

[Seite 1048] anderes Willens, Sp.

Greek Monolingual

ἑτερόβουλος, -ον (Μ)
αυτός που έχει διαφορετική γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -βουλος (< βουλή)
πρβλ. εύ-βουλος, κακό-βουλος].