ἐττημένος
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
η, ον, perf. part. Pass. of *ττάω (cf. διαττάω), A sifted, Pherecr. 211; ἐττησμένα Hsch.
Greek Monolingual
ἐττημένος, -η, -ον (Α)
αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -ττάω (< τFάyω) που απαντά μόνο εν συνθέσει, πρβλ. διαττώ].
Frisk Etymological English
See also: s. διαττάω.
Frisk Etymology German
ἐττημένος: {ettēménos}
Meaning: gesiebt
See also: s. διαττάω.
Page 1,584