θνησιγενής

From LSJ
Revision as of 09:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὑπόνοια δεινόν ἐστιν ἀνθρώποις κακόνsuspicion is a terrible evil for people

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που πεθαίνει αμέσως μόλις γεννηθεί ή που γεννιέται σχεδόν νεκρός
2. θνησιγέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + -γενής < γένος (πρβλ. θεα-γενής, λιμνα-γενής, μετα-γενής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων νο Ασώπιο].