θνησιγενής
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
-ές
1. αυτός που πεθαίνει αμέσως μόλις γεννηθεί ή που γεννιέται σχεδόν νεκρός
2. θνησιγέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + -γενής < γένος (πρβλ. θεαγενής, λιμναγενής, μεταγενής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων νο Ασώπιο].