ευθαρσής

From LSJ
Revision as of 08:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐθαρσής, -ές)
1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος
αρχ.
1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός
2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» — οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία πρέπει να φοβάται κάποιος και εκείνα για τα οποία πρέπει να είναι θαρραλέος, Ίππαρχ.).
επίρρ...
ευθαρσώς (ΑΜ εὐθαρσῶς)
με θάρρος, με τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θαρσης (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυ-θαρσής, λυκο-θαρσής].