ζωάριο

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

το (Α ζωάριον)
(υποκορ. του ζώο)
μικρό ζώο, ζούδι
νεοελλ.
μτφ. ασήμαντος άνθρωπος, ζωντόβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + κατάλ. υποκορ. -άριο (πρβλ. βιβλι-άριο, ω-άριο)].