Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
το (Α ζωάριον)
(υποκορ. του ζώο)
μικρό ζώο, ζούδι
νεοελλ.
μτφ. ασήμαντος άνθρωπος, ζωντόβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + κατάλ. υποκορ. -άριο (πρβλ. βιβλι-άριο, ω-άριο)].