ζούδι
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
Greek Monolingual
και ζούδιο, το
1. μικρό ζώο, ζωύφιο, έντομο, μαμούνι
2. (μτφ. για ανθρώπους ευτελείς ή μικρόσωμους ή μικρής ηλικίας) ασήμαντος
3. στοιχειό, δαιμόνιο, φάντασμα
4. σκιάχτρο, φόβητρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζούδι(ον), αντί ζῴδιον (< ζω-ίδιον), είναι υποκοριστικό του ζώο με κατάλ. -ούδι(ον), πρβλ. βούδι(ον), αρκούδι, πλεξούδι].