ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)
το (Α ζωάριον)(υποκορ. του ζώο)μικρό ζώο, ζούδινεοελλ.μτφ. ασήμαντος άνθρωπος, ζωντόβολο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + κατάλ. υποκορ. -άριο (πρβλ. βιβλιάριο, ωάριο)].