πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
το (Α ζωάριον)
(υποκορ. του ζώο)
μικρό ζώο, ζούδι
νεοελλ.
μτφ. ασήμαντος άνθρωπος, ζωντόβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + κατάλ. υποκορ. -άριο (πρβλ. βιβλιάριο, ωάριο)].