ζωηρόχρωμος

From LSJ
Revision as of 09:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει ζωηρά χρώματα, έντονους χρωματισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωηρός + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ά-χρωμος, μονό-χρωμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].