οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
ἡμίοπλος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ οπλισμένος, όχι πλήρως οπλισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -οπλος (< όπλον), πρβλ. ά-οπλος, έν-οπλος].