θηκάρι

From LSJ
Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

και φηκάρι και φουκάρι, το (ΑΜ θηκάριον) θήκη
μικρή θήκη ξίφους ή μαχαιριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + κατάλ. -άρι, πρβλ. βλαστ-άρι, ζευγ-άρι].