ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
ἡλιοφεγγής, δωρ. τ. ἁλιοφεγγής, -ές (Α)αυτός που φέγγει σαν τον ήλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φεγγης (< φέγγος, το), πρβλ. αστερο-φεγγής, νυκτερο-φεγγής].