τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
ἱστιόκωπος, ἡ (Α)
(ενν. ναυς) είδος πλοίου που χρησιμοποιεί ιστία και κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρό-κωπος, φιλό-κωπος].