εύτεκνος

From LSJ
Revision as of 09:04, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔτεκνος, -ον)
αυτός που έχει πολλά και καλά τέκνα, ο ευτυχής για τα τέκνα του
μσν.-αρχ.
(για γυναίκα) γόνιμη, αυτή που είναι καλή για τεκνογονία
αρχ.
1. (για πατρίδα, γη, χώρα κ.λπ.) αυτή που παράγει καλά τέκνα
2. (για χρησμούς) αυτός που υπόσχεται καλά τέκνα
3. (για ζώα) αυτός που περιποιείται τα μικρά του, ο φιλόστοργος
4. φρ. «εὔτεκνος ξυνωρίς» — ζεύγος καλών τέκνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ-τεκνος, φιλό-τεκνος].