ισόνομος

From LSJ
Revision as of 10:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόνομος, -ον)
1. (για πόλεις ή πολιτεύματα) αυτός στον οποίο όλοι έχουν ίσα δικαιώματα («δίκαιος και ισόνομος πολιτεία», Πλάτ.)
2. αυτός που απολαμβάνει ισονομία
αρχ.
φρ. «χαλκὸς ἰσόνομος» — χαλκός στο άρτιο, αντίθ. του «χαλκὸς οὗ διαλλαγή», χαλκός με έκπτωση έπειτα από συμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -νομος (< νόμος), πρβλ. αρχαιό-νομος, φιλό-νομος].