ἰσόνομος

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόνομος Medium diacritics: ἰσόνομος Low diacritics: ισόνομος Capitals: ΙΣΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: isónomos Transliteration B: isonomos Transliteration C: isonomos Beta Code: i)so/nomos

English (LSJ)

ἰσόνομον,
A where all have equal rights, ἰσονόμους τ' Ἀθήνας ἐποιησάτην Scol. 12; ὀλιγαρχία ἰσόνομος Th.3.62; δίκαιος καὶ ἰσόνομος πολιτεία Pl.Ep.326d; ἐν ἰσονόμῳ πολιτεύειν App.BC1.15; ζῷον ἰ. θεῷ M.Ant.8.2; Γαλατία ἰσόνομος enjoying full citizen rights, of Gallia Cisalpina, Nic.Dam.130.28J.
II χαλκὸς ἰσόνομος copper at par (24 obols = 1 stater), opp. χαλκὸς οὗ διαλλαγή (copper at a discount), UPZ112v19 (ii B.C.), PTeb.99.4 (ii B.C.), PPetr.3p.193, al. (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1265] gleiche bürgerliche Rechte u. Freiheiten gewährend. genießend. wie die Bürger der griechischen Demokratien; δίκαιος καὶ ἰσόν. πολιτεία Plat. Ep. VII, 326, d; im Scol. bei Ath. XV, 695 b von Harmodios u. Aristogiton ἰσονόμους Ἀθήνας ἐποιησάτην; Sp., wie Plut.; ἰσονόμῳ πολιτεύειν App. B. C. 1, 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui jouit de droits égaux;
2 fondé sur l'égalité de droit, démocratique ; τὸ ἰσόνομον gouvernement démocratique, démocratie.
Étymologie: ἴσος, νόμος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόνομος: построенный на основе равноправия граждан, демократический, свободный (δίκαιος καὶ ἰ. πολιτεία Plat., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόνομος: -ον, ἐπὶ πόλεων, ἔνθα ἅπαντες ἔχουσιν ἴσα δικαιώματα, ἰσονόμους τ’ Ἀθήνας ἐποιησάτην Σχόλιον παρ’ Ἀθην. 695Β· δίκαιος καὶ ἰσόνομος πολιτεία Πλάτ. Ἐπιστ. 326D· ἐν ἰσονόμῳ πολιτεύειν Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 15· τί πλέον ἐπιζητῶ, εἰ τὸ παρὸν ἔργον ζῴου νοεροῦ, καὶ κοινωνικοῦ καὶ ἰσονόμου θεῷ; Μ. Ἀντων. 8. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰσονόμον (παροξυτόνως)· ἰσομερές».

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόνομος, -ον)
1. (για πόλεις ή πολιτεύματα) αυτός στον οποίο όλοι έχουν ίσα δικαιώματα («δίκαιος και ισόνομος πολιτεία», Πλάτ.)
2. αυτός που απολαμβάνει ισονομία
αρχ.
φρ. «χαλκὸς ἰσόνομος» — χαλκός στο άρτιο, αντίθ. του «χαλκὸς οὗ διαλλαγή», χαλκός με έκπτωση έπειτα από συμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -νομος (< νόμος), πρβλ. αρχαιόνομος, φιλόνομος].

Greek Monotonic

ἰσόνομος: -ον, λέγεται για πόλεις-κράτη, στις οποίες όλοι έχουν ίσα δικαιώματα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἰσό-νομος, ον
of states, having equal rights, Scol_gr.

Lexicon Thucydideum

aequo iure utens, enjoying equal rights, 3.62.3.