ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
ἰπνοκαής, -ές (Α)ο ψημένος στον κλίβανο, στον φούρνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + -καής (< καίω), πρβλ. ηλιο-καής, πυρι-καής].