καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
ἰπνοκαής, -ές (Α)ο ψημένος στον κλίβανο, στον φούρνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + -καής (< καίω), πρβλ. ηλιοκαής, πυρικαής].