ιπνοκαής

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

ἰπνοκαής, -ές (Α)
ο ψημένος στον κλίβανο, στον φούρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + -καής (< καίω), πρβλ. ηλιοκαής, πυρικαής].