ιπνοκαής

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek Monolingual

ἰπνοκαής, -ές (Α)
ο ψημένος στον κλίβανο, στον φούρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + -καής (< καίω), πρβλ. ηλιοκαής, πυρικαής].