καλαμοδόχη

From LSJ
Revision as of 10:16, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

η
δοχείο όπου τοποθετούσαν τα καλάμια της υφαντικής, τα πηνία, τα μασούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο-δόχη, τεφρο-δόχη].