καλαμοδόχη

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source

Greek Monolingual

η
δοχείο όπου τοποθετούσαν τα καλάμια της υφαντικής, τα πηνία, τα μασούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμοδόχη, τεφροδόχη].