καλαμαράς
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
Greek Monolingual
ο (Μ καλαμαράς)
νεοελλ.
1. (με ειρων. κυρίως σημ.) άνθρωπος της πέννας, που έχει διαρκώς μαζί του μελανοδοχείο και πέννα, γραφιάς, γραμματικός, γραμματισμένος, λόγιος, μορφωμένος
2. φρ. «κόμμα τών καλαμαράδων» — το πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο κατά την Επανάσταση του 1821 και του οποίου τα περισσότερα μέλη ήταν λόγιοι, καλαμαράδες
μσν.
αυτός που κατασκευάζει μελανοδοχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμάρι + κατάλ. -άς (πρβλ. ψαρ-άς, ψωμ-άς)].