ικάνω

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source

Greek Monolingual

ἱκάνω (Α)
1. έρχομαι, φθάνω
2. εκτείνομαι
3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω
4. (για ικέτη) πέφτω στα γόνατα κάποιου παρακαλώντας τον, γονυπετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκ-άν- < ικ- (πρβλ. ί-κω, ικ-νούμαι) + -αν- κατά τα κιχ-άνω, φθ-άνω].