Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
ἱκάνω (Α)
1. έρχομαι, φθάνω
2. εκτείνομαι
3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω
4. (για ικέτη) πέφτω στα γόνατα κάποιου παρακαλώντας τον, γονυπετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκ-άν-Fω < ικ- (πρβλ. ίκω, ικνούμαι) + -αν-Fω κατά τα κιχ-άνω, φθ-άνω].