Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
ἰσχυρόστομος, -ον (Α)(για πτηνό) αυτό που έχει ισχυρό ράμφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος, θρασύ-στομος].