κεφαλεύω

From LSJ
Revision as of 13:34, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source

Greek (Liddell-Scott)

κεφαλεύω: εἶμαι ἐπὶ κεφαλῆς, ὁδηγῶ, Μακάρ. 236C.

Greek Monolingual

κεφαλεύω (ΑΜ)
είμαι επικεφαλής, είμαι αρχηγός, διοικώ, εξουσιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή με σημ. «αρχηγός» + κατάλ. -εύω (πρβλ. αγορ-εύω, νομ-εύω)].