κεντηματιά
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
η
1. κέντηση, νύξη
2. η βελονιά του κεντήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντημα, -τος + κατάλ. -ιά (πρβλ. δαγκωματ-ιά, ζαρωματ-ιά)].