βελονιά

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

η
1. τρύπημα με βελόνα
2. απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών τρυπημάτων υφάσματος με βελόνα
3. είδος ραφής με βελόνα («πυκνή...» «αραιή βελονιά»)
4. κέντημα, ποίκιλμα
5. οξύς και σύντομος πόνοςνιώθω βελονιές στα πόδια μου»).