κλειδάρχης
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
ου, ὁ, keeper of the keys, of St. Peter, Porph. Chr. 23.
Greek Monolingual
κλειδάρχης, ὁ (Α)
(για τον άγιο Πέτρο) αυτός που κρατά τα κλειδιά του παραδείσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, -δός + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι-άρχης, σχολ-άρχης].