ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
κορακούδι, τὸ (Μ)μικρός κόρακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + υποκορ. κατάλ. -ούδι (πρβλ. αγγελ-ούδι, μαθητ-ούδι)].