κληροδόχος
From LSJ
Greek Monolingual
-ο
αυτός που δέχεται κληρονομία ή κληροδότημα το οποίο του αφήνει κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. εντολο-δόχος, καπνο-δόχος. Ο τ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
-ο
αυτός που δέχεται κληρονομία ή κληροδότημα το οποίο του αφήνει κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. εντολο-δόχος, καπνο-δόχος. Ο τ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].