κληροδότημα
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
Greek Monolingual
το
1. αυτό που ορίζεται και παρέχεται με κληροδοσία, το χρηματικό ποσό ή άλλο περιουσιακό στοιχείο που παραχωρείται σε κάποιον με διαθήκη
2. το χρηματικό ποσό ή άλλο περιουσιακό στοιχείο που προσφέρεται από κάποιον για κοινωφελή σκοπό, είτε ο κληροδότης βρίσκεται στη ζωή είτε μετά τον θάνατό του, σύμφωνα με τη διαθήκη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κληροδοτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Ιονίους Κώδικες].