τοο χώρος που καταλαμβάνει η κλίμακα σε μια οικοδομή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + -στάσιο (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. εικονο-στάσιο, ζυγο-στάσιο].