καχρυόεις
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
εσσα, εν, A bearing κάχρυ, ῥίζα, = λιβανωτίς, Nic.Th. 40.
German (Pape)
[Seite 1409] εσσα, εν, = καγχρυόεις, der gerösteten Gerste ähnlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καχρυόεις: εσσα, εν, ὅμοιοι πρὸς τὴν κάχρυν, Νικ. Θηρ. 40.
Greek Monolingual
καχρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
όμοιος με φρυγμένο κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + επίθ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις, φλογ-όεις)].